To Ισραήλ και η συμφωνία για το Ιράν
Το άρθρο εστιάζει στις ενέργειες που- κατά τους αναλυτές- πρέπει να προβεί ο Ισραηλινός πρωθυπουργός για να βελτιώσει τη συμφωνία της 14ης Ιουλίου για τα πυρηνικά του Ιράν. Αναφέρεται επίσης στους αποκλίνοντες στόχους Μεγάλων Δυνάμεων (P5 +1)- Ισραήλ όσον αφορά την εν λόγω συμφωνία.
των Emily B. Landau και Shimon Stein
Ανεξαρτήτως των πολιτικών κινήτρων μεταξύ των μελών της ισραηλινής αντιπολίτευσης για τις “επιθέσεις” τους προς τον πρωθυπουργό Benjamin Netanyahu αναφορικά με τον χειρισμό του ζητήματος των πυρηνικών του Ιράν και την διπλωματική αποτυχία του Ισραήλ αναφορικά με με την συμφωνία Ρ5+1 για το Ιράν, έχουν ανακύψει ερωτήματα που πιθανώς θα γίνουν πιο κραυγαλέα στον ισραηλινό διάλογο εάν η συμφωνία τελικά περάσει από το Κογκρέσο. Αυτό μπορέι να συμβεί εάν η συμφωνία θεωρηθεί ευρέως στο Ισραήλ ως μια άσχημη συμφωνία που δεν θα αποτρέψει το Ιράν από την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Σε αυτή την περίπτωση, η ισραηλινή κυβέρνηση -η οποία εδώ και καιρό αγωνίζεται για να αποφευχθεί αυτό το αποτέλεσμα- θα εκληφθεί ως ένας ηττημένος στον απόηχο της συμφωνίας.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν σε αυτό το πλαίσιο, εξαρτώνται από τον βαθμό στον οποίο το Ισραήλ θα μπορούσε πιθανώς να έχει αλλάξει το αποτέλεσμα μιας ελαττωματικής συμφωνίας για τα πυρηνικά. Ήταν η αποτυχία της προσπάθειας του Netanyahu να πετύχει μια καλή συμφωνία -η οποία θα απέτρεπε πλήρως το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα- αναπόφευκτα, ή θα μπορούσαν να είχαν διαφορετκά τα πράγματα για να επιτευχθεί ένα καλύτερο αποτέλεσμα; Για να το θέσουμε διαφορετικά, ήταν σωστές οι σκληρές τακτικές που υιοθέτησε ο Netanyahu για να σταματήσει μια άσχημη συμφωνία -ιδιαίτερα έναντι της αμερικανικής διοίκησης- ή θα μπορούσαν άλλα μέτρα να είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποκλείσουν αυτό το αποτέλεσμα; Ομοίως, σε ποιον βαθμό ήταν ανοιχτή η κυβέρνηση Obama να λάβει υπόψη της την αντίθετη θέση του Ισραήλ, ανεξαρτήτως από την προσέγγιση που υιοθέτησε ο Netanyahu;
Το πρώτο βήμα στην διαχείριση αυτών των ερωτημάτων είναι να θυμηθούμε το ιστορικό της κρίσης με τα πυρηνικά και τη δημιουργία της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης. Ενώ το Ισραήλ και το τωρινό καθεστώς στο Ιράν είναι αντίπαλοι, η κρίση δεν αφορά αυτή τη σχέση. Αντιθέτως, είναι μια κρίση γεννημένη από την ωμή παραβίαση από την πλευρά του Ιράν, της συθήκης μη διάδοσης πυρηνικών όπλων στην οποία συμμετείχε με την θέλησή της, δεσμευόμενη με αυτόν τον τρόπο να μην εργαστεί για την ανάπτυξη μιας πυρηνικής ικανότητας. Ο ρόλος και η ευθύνη για την διατήρηση της συνθήκης για τη μη διάδοση των πυρηνικών από όλες τις πλευρές, είναι ξεκάθαρα στους ώμους των P5. Ως εκ τούτου, εναπόκειται σε αυτές τις ισχυρές δυνάμεις να κάνουν ό,τι χρειάζεται να γίνει ώστε να σταματήσει ένας πυρηνικός πολλαπλασιαστής, ιδιαίτερα ένας επικίνδυνος όπως το Ιράν.
Το Ισραήλ ξεκάθαρα έχει ένα πολύ ισχυρό συμφέρον στο να πετύχει η Ρ5+1 στη διαπραγμάτευση, εξαιτίας των απειλών που αντιμετωπίζει από το Ιράν, αλλά το Ισραήλ δεν ήταν και δεν είναι μέρος της δομής για να επηρεάσει άμεσα το αποτέλεσμα. Πραγματικά, το πρόβλημα που το Ισραήλ και πολλοί από τους γείτονές του αντιμετωπίζουν, είναι ότι οι Ρ5+1 δεν εκτιμούν ότι μια μόνιμη διακοπή της πυρηνικής δραστηριότητας του Ιράν είναι προς το συμφέρον τους, στον ίδιο βαθμό που το νομίζει το Ισραήλ. Και πάλι, είναι το Ισραήλ και αυτά τα κράτη της Μέσης Ανατολής που θα είναι οι πρώτοι που θα υποστούν τις συνέπειες μιας αποτυχίας της Ρ5+1 να φέρει μια καλή συμφωνία. Ομοίως, οι υπολογισμοί μακροχρόνιας ασφάλειας από τις ισχυρές δυνάμεις, έχουν δώσει τη θέση τους σε μια βραχυχρόνια επιθυμία να αφαιρέσουν το ζήτημα από την ατζέντα. Από τις 14 Ιουλίου τα ευρωπαϊκά μέλη της Ρ5+1 έχουν παρουσιάσει μια σαφή ένδειξη του δικού τους ύψιστου βραχυπρόθεσμου συμφέροντος, το οποίο είναι η επανέναρξη business με το Ιράν. Οι βραχυπρόθεσμες και αρκετά συγκεκριμένες επιπτώσεις στην ασφάλεια για την Μέση Ανατολή -συμπεριλαμβανομένου και του τι βλέπει ο Netanyahu ως μια υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ – φαίνεται να είναι ένα τίμημα που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν.
Επομένως, σε αυτό το απογοητευτικό περιβάλλον για το Ισραήλ, στο οποίο δεν έχει επίσημο ρόλο, ποιες ήταν οι πραγματικές επιλογές του; Για τον Netanyahu, ήταν πάντα να παραμείνει η ευαισθητοποίηση για τον κίνδυνο -στους κύκλους των φορέων χάραξης πολιτικής αλλά επίσης και στο ευρύτερο κοινό. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος πιθανώς έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον ηγέτη, προκειμένου να θέσει το πυρηνικό ζήτημα του Ιράν στην παγκόσμια ατζέντα με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αγνοηθεί, και να το κρατήσει εκεί για αρκετό καιρό. Με τις προηγούμενες απειλές του για πιθανή χρήση στρατιωτικής βίας, ήταν ακόμη σε θέση να δημιουργήσει κίνητρα για τους Ευρωπαίους ώστε να ενισχύσουν τις κυρώσεις τους το 2012 με το πετρελαϊκό εμπάργκο. Η συνολική επίδραση των κυρώσεων του 2012 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να επιστρέψει το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 2013. Ακόμη και η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ομιλία του Netanyahu στο Κογκρέσο τον Μάρτιο του 2015, έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς στον δημόσιο διάλογο αναφορικά με τις δυναμικές που εκτυλισσόταν στις συνομιλίες.
Αλλά το ερώτημα είναι εάν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, οι πρόσθετες πιέσεις του Netanyahu άρχισαν να αποδίδουν φθίνουσες επιδόσεις. Είναι πιθανό ότι αυτό ακριβώς συνέβη στο σημείο -το οποίο είναι δύσκολο να επισημάνουμε ακριβώς, αλλά συνέβη στο διάστημα 2014/2015- όταν η θέση της κυβέρνησης Obama για τον τελικό στόχο των διαπραγματεύσεων φαίνεται να άλλαξε: από την καταστροφή του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, στο να προσπαθήσουμε να το διαχειριστούμε. Είναι όταν τα προηγούμενα μηνύματα στο Ισραήλ -όπως η εμφατική δήλωση της Wendy Sherman τον Φεβρουάριο του 2014 ότι το μόνο μέτρο της επιτυχίας για μια υπό διαπραγμάτευση συμφωνία είναι πως το Ιράν δεν θα κατέχει ποτέ πυρηνικό όπλο ή η ομιλία Obama σε μια συνέλευση του AIPAC , υποσχόμενος ότι η πολιτική του είναι αυτή της πρόληψης, όχι της συγκράτησης, άρχισε να ακούγεται κούφια. Οι Henry Kissinger και George Shulz άφησαν να εννοηθεί η αλλαγή του στόχου, στο άρθρο τους στη The Wall Street Journal τον Απρίλιο του 2015, όταν επισήμαναν ότι οι διαπραγματεύσεις οι οποίες ξεκίνησαν πριν από 12 χρόνια ως μια προσπάθεια να αποτραπεί το Ιράν από το να αναπτύξει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο, έληξαν με “μια συμφωνία η οποία αναγνωρίζει αυτή την ικανότητα, αν και μικρότερη από την πλήρη δυναμική της στα πρώτα 10 χρόνια”. Στην πραγματικότητα, οι παραχωρήσεις που έκανε η P5+1 στο Ιράν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το 2014-2015, φαινόταν να πηγαίνουν χέρι-με-χέρι με τον διαφοροποιημένο στόχο τους.
Σε αυτό το σημείο, δεν υπήρχαν πολλά στα αλήθεια που θα μπορούσαν να γίνουν για να αντιστραφεί η κατάσταση, ιδιαίτερα καθώς ο Obama προέβλεψε μια προθυμία να κλείσει η συμφωνία σε αυτή τη νέα βάση, και η απόκλιση των θέσεων ΗΠΑ-Ισραήλ ήταν κραυγαλέα. Μόλις ο στόχος των διαπραγματευτών έληξε, ήταν ξεκάθαρο ότι το Ισραήλ δεν θα ενέκρινε τη νέα κατεύθυνση. Επιπλέον, καθώς το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών βάθαινε, έγινε επίσης σαφές ότι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ θα ήταν σε πορεία σύγκρουσης, εκτός και αν το Ισραήλ συμφωνούσε να προσαρμόσει τους δικούς του στόχους και να αντιπαρέλθει την πάγια θέση του ότι πρέπει να αποτραπεί το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά, μέσω της κατάργησης και της επαλήθευσης. Οι οξείες σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ του Netanyahu και του Obama, παρείχαν στον πρόεδρο μια εύκολη δικαιολογία να προεξοφλήσει τις αυξημένες ανησυχίες του πρωθυπουργού. Αλλά καθώς ο Netanyuahu διαισθάνθηκε ότι η ευάλωτη θέση του Ισραήλ είχε υποτιμηθεί, εάν όχι ξεκάθαρα αγνοηθεί, έγινε πιο αποφασισμένος να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση με έναν τρόπο που ήταν προφανές πως δεν θα παρείχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, ενώ ο Netanyahu πιθανώς είχε λίγες αν όχι καμία ευκαιρία να σταματήσει την υλοποίηση της συμφωνίας πέρυσι, έχει ακόμη κάποιον ρόλο να παίξει για να μετριάσει ορισμένες από τις χειρότερες επιπτώσεις της -και αυτό θα πρέπει να κάνει. Για να συμβεί αυτό, δεν υπάρχει υποκατάστατο από το να εστιάσει τις συζητήσεις με την αμερικανική κυβέρνηση, τώρα και στο μέλλον. Από αυτή την άποψη, ο Netanyahu δεν κάνει στον εαυτό του ή στο Ισραήλ καμία χάρη με το να συνεχίσει να παρεμβαίνει στη διαδικασία του Κογκρέσου που είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη. Η επιρροή του απλώς θα επιδεινώσει περαιτέρω τις σχέσεις με την κυβέρνηση και θα παρέχει μια πλατφόρμα για κατηγορίες ότι οι Αμερικανοί δημιουργοί της συμφωνίας στην πραγματικότητα επιλέγουν τα συμφέροντα του Ισραήλ αντί της Αμερικής. Ο πρωθυπουργός πρέπει να κατανοήσει και να εκτιμήσει αυτούς τους περιορισμούς, να επιτρέψει στο Κογκρέσο να κάνει τη δουλειά του και να στρωθεί στη δουλειά φέρνοντας το καλύτερο από την τωρινή, πολύ άσχημη κατάσταση.
Πηγή: Capital.gr
Leave a comment