O Ερντογάν οδεύει προς πόλεμο με τους Κούρδους
Stanislav Ivanov: Επικεφαλής ερευνητής του Ρωσικού Ινστιτούτου Primakov για την Παγκόσμια Οικονομία και τις Διεθνείς Σχέσεις της Ρωσικής Ακαδημιας Επιστημών (IMEMO) και του Ρωσικού Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Μόσχας.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή εσωτερική της πολιτική κρίση των τελευταίων ετών. Κατά τα προηγούμενα έτη, ο Ερντογάν και το μετριοπαθές Ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), κατάφερε να εδραιωθεί στην τουρκική κοινωνία με νεο – οθωμανικά συνθήματα στην εξωτερική πολιτική, με την εξομάλυνση των συγκρούσεων μεταξύ των κοσμικών και των Ισλαμιστών, με την εξισορρόπηση του ρόλου του στρατού στην τουρκική πολιτική, με τον τερματισμό της ενόπλου αντιστάσεως των μαχητων του KWP (κουρδικό Εργατικό Κόμμα) και με την αναζήτηση εξευρέσεως ειρηνικής λύσεως στο Κουρδικό Ζήτημα. Τώρα όμως, η κατάσταση εντείνεται σοβαρά, για μία ακόμη φορά.
Οι τουρκικές βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2015 δεν εκπλήρωσαν τις προσδοκίες του Ερντογάν και των υποστηρικτών του. Το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους ώστε να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, για πρώτη φορά από το 2002. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 2011, έχασε το 10% των ψήφων του. Τα σχέδια του Ερντογάν να τροποποιήσει το σύνταγμα, με τη βοήθεια της νέας Εθνοσυνελεύσεως (medzhlis), με σκοπό να μετατρέψει την Τουρκία από Κοινοβουλευτική σε Προεδρική Δημοκρατία και να προωθήσει σειρά ριζικών μεταρρυθμίσεων στην τουρκική πολιτική έχουν αναβληθεί επ ‘αόριστον .
Οι προσπάθειες του ΑΚΡ να προβεί σε συνασπισμό στην Εθνοσυνέλευση με τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως απέτυχε επίσης. Ο Ερντογάν αναγκάστηκε να ανακοινώσει νέες βουλευτικές εκλογές την 1η Νοεμβρίου του 2015 και ανέθεσε στον σημερινό πρωθυπουργό να σχηματίσει υπηρεσιακή κυβέρνηση.
H μείωση της δημοφιλίας του ΑΚΡ στο εσωτερικό της χώρας μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Για παράδειγμα, οι αποτυχίες στην εξωτερική πολιτική, η οικονομική και η οικονομική παρακμή, η γενική κόπωση των ψηφοφόρων με τις αντιφάσεις του Ερντογάν, οι ακόμη περισσότερο περίπλοκες σχέσεις του με τους ακραίους ισλαμιστές, οι τούρκοι εθνικιστές.
Έτσι, οι ψηφοφόροι έγιναν μάρτυρες της δημόσιας συγκρούσεως του Ερντογάν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον μουσουλμάνο ιεροκήρυκα του οποίου το δόγμα έχει μεγάλη απήχηση στην τουρκική κοινή γνώμη. Μία άλλη σημαντική αιτία της εξασθενενήσεως του ΑΚΡ ήταν το σχετικά μεγάλο ποσοστό των ψήφων που συγκέντρωσαν οι Κούρδοι της Τουρκίας. Προηγουμένως, οι Κούρδοι κέρδιζαν έδρες στην Εθνοσυνέλευση μόνο μέσω ψηφοδελτίων άλλων κομμάτων, καθώς δεν υπήρχε κουρδικό κόμμα ικανό να ξεπεράσει το κατώφλι του σχετικά δύσκολου ορίου του 10%. Στις προηγούμενες εκλογές, το AKP και ο Ερντογάν έλαβαν υψηλό ποσοστό στηρίξεως των ψηφοφόρων σε περιοχές πυκνοκατοικημένες από Κούρδους.
Αυτή τη φορά, το φιλο – Κουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) αποφάσισε να κατέλθει στις εκλογές αυτοτελώς και φάνηκε να γίνεται ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του ΑΚΡ, γεγονός που του επέτρεψε να κερδίσει περίπου το 13% των ψήφων (80 από 550 έδρες στην Εθνοσυνέλευση). Η νομιμοποίηση των Κούρδων ως μία από τις κύριες εθνικές ομάδες στην Τουρκία, η πιθανότητα να διεξάγεται στην Κουρδική γλώσσα η εκπαίδευση και η μετάδοση των προγραμμάτων των τοπικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και η πιθανότητα και της επιταχύνσεως της κοινωνικής και οικονομικής αναπτύξεως των λιγότερο αναπτυγμένων Κουρδικών περιοχών – όλα αυτά επέφεραν την έντονη κριτική προς τον Ερντογάν από τα δεξιά κόμματα και τους τούρκους εθνικιστές.
Η μεγάλης κλίμακας τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποίησε ένας τούρκος βομβιστής αυτοκτονίας την 20ή Ιουλίου του 2015 εναντίον Κούρδων στην παραμεθόριο περιοχή με τη Συρία (στην τουρκική πόλη της Suruç), και η ανεπαρκής απάντηση που ακολούθησε, με επιδρομές από τις τουρκικές στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές εναντίον του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), κατέστρεψε την εύθραυστη – και κατακτημένη με σκληρούς αγώνες – ανακωχή του Μαρτίου του 2013 μεταξύ του ΡΚΚ και της Άγκυρας. Αντί του καθαρισμού της χώρας από τους τζιχαντιστές, οι οποίοι έχουν μετατρέψει την Τουρκία σε βάση υποστηρίξεως και διάδρομο διέλευσεως για τη μεταφορά μαχητών από όλο τον κόσμο προς τη Συρία και το Ιράκ, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την πλήρη ισχύ του κατασταλτικού του μηχανισμού προκειμένου να πατάξει όχι τόσο τους τρομοκράτες μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, αλλά μάλλον τα μέλη του ΡΚΚ, που είναι και οι ίδιοι θύματα των τζιχαντιστών.
Στις παραμεθόριες περιοχές με τη Συρία, οι τουρκικές ειδικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις έχουν επικεντρωθεί στον έλεγχο κυρίως των Κουρδικών κινημάτων, ενώ οι Ισλαμιστές τζιχαντιστές της περιοχής νιώθουν απαλλαγμένοι από περιορισμούς. Είναι η αδράνεια των τουρκικών αρχών που οδήγησε στους 32 θανάτους Κούρδων και τον τραυματισμό πολλών δεκάδων ακτιβιστών στην κουρδική πόλη της Suruç. Η άμεση αφορμή της ενάρξεως της καταστολής εναντίον του ΡΚΚ ήταν η δολοφονία από την νεολαία του PKK δύο τούρκων αστυνομικών στα σύνορα με τη Συρία και ενός τούρκου πολίτη στην Κωνσταντινούπολη, που οι Κούρδοι θεωρούσαν ύποπτους για συνεργασία με το Ισλαμικό Κράτος.
Αγνοώντας τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και παραβιάζοντας την Εθνική κυριαρχία του Ιράκ, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πραγματοποίησαν μια σειρά από αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς, προερχόμενους από βάσεις πυροβολικού, εναντίον βάσεων του ΡΚΚ σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές του Ιρακινού Κουρδιστάν. Πρέπει να σημειωθεί ότι ως αποτέλεσμα αυτών των επιθέσεων και βομβαρδισμών, άμαχοι και πρόσφυγες Χριστιανοί έχασαν τη ζωή τους και καταστράφηκαν υποδομές. Οι πράξεις αυτές συνοδεύτηκαν από διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες Κούρδων στην Κωνσταντινούπολη και άλλες τουρκικές πόλεις. Μια σειρά από τρομοκρατικές επιθέσεις και εκρήξεις με στρατηγικό στόχο σημαντικά κτίρια (αγωγοί) εκδηλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και αρκετές δεκάδες μέλη της τουρκικής αστυνομίας και αξιωματικοί του στρατού σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο πως έχει ξεσπάσει ακόμη ένας μεγάλης κλίμακας αδελφοκτόνος πόλεμος μεταξύ των Κούρδων και των Τούρκων (επί του παρόντος περίπου 15 – 20 εκατομμύρια Κούρδοι ζουν στην Τουρκία, κι αυτό σημαίνει πως ένας στους πέντε τούρκοι πολίτες είναι Κούρδοι).
Παρότι το φιλοκουρδικό κόμμα είναι μέλος της Εθνοσυνελεύσεως, και παρότι ο ηγέτης του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν και οι μετριοπαθείς πτέρυγες του κόμματός του καταδίκασαν τις πράξεις βίας και από τις δύο πλευρές κι έκαναν έκκληση για τερματισμό της αιματοχυσίας, οι τουρκικές αρχές συνέχισαν τις στρατιωτικές και αστυνομικές επιχειρήσεις τους εναντίον των Κούρδων ακτιβιστών στη χώρα και των αγωνιστών της ελευθερίας στα βουνά Qandil του Ιράκ. Δεκάδες Κούρδοι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν. Στους τουρκικούς κυβερνητικούς κύκλους γίνεται λόγος για πιθανή στέρηση των εδρών των Κούρδων – μελών της Εθνοσυνελεύσεως και για απαγόρευση τους φιλο – Κουρδικού κόμματος HDP, το οποίο φέρεται να έχει διασυνδέσεις με τρομοκράτες του PKK.
Έτσι, ο Ερντογάν ανταγωνίζεται τους προβοκάτορες του Ισλαμικού Κράτους και τους τούρκους εθνικιστές, κι αντί για την οριστική εκκαθάριση της χώρας του από τους ριζοσπάστες ισλαμιστές και τους διεθνείς τρομοκράτες, επικεντρώνεται στον έλεγχο της παραμεθορίου με τη Συρία και χρησιμοποιεί την πλήρη ισχύ των κατασταλτικών του μηχανισμών στην πάταξη των Κούρδων. Μάλιστα, πρότεινε στους εταίρους του στο ΝΑΤΟ τη δημιουργία μιάς «νεκρής ζώνης» στις περιοχές της Συρίας που συνορεύουν με την Τουρκία, όπου υπάρχουν τρεις αυτόνομες Κουρδικές περιοχές, ελεγχόμενες από Κουρδικές μονάδες αυτοάμυνας. Η Άγκυρα προτίθεται να αναθέσει την αστυνόμευση των περιοχών των τουρκικών συνόρων με τη Συρία σε παραστρατιωτικούς του Ελεύθερου Συριακού Στρατού που αντιτίθενται στη Δαμασκό. Αυτοί οι παραστρατωτικοί θα πρέπει, σύμφωνα με την τουρκική πρόταση, να υποστηρίζονται από αεροπορικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας. Δεν είναι απίθανο με την πρόταση αυτή η Άγκυρα να επιδιώκει, όχι μόνο να παγιώσει τη διαίρεση της Συρίας σε θύλακες, αλλά και να απομονώσει τους Κούρδους της Συρίας, εμποδίζοντας έτσι τη συνεργασία τους με τους Κούρδους της Τουρκίας, και γενικά να αποδυναμώσει την Κουρδική εθνική δράση στην περιοχή.
Διαφαίνεται ότι ο Ερντογάν βασίζεται στο γεγονός ότι οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου θα διεξαχθούν υπό στρατιωτικό νόμο, απορρίπτοντας έτσι την πιθανότητα να ξεπεράσει το HDP το όριο του 10% και πως ελπίζει, επίσης, να κερδίσει την υποστήριξη των τούρκων εθνικιστών.
Πηγή: Geopolitical Research Institute
Leave a comment