Το μέλλον της Ελλάδας και του ελληνισμού
Στο άρθρο αναλύονται οι οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα αυτή την περίοδο λόγω των πιέσεων που δέχεται από τους δανειστές της, οι οποίες αναπόφευκτα έχουν γεωπολιτικές και γεωοικονομικές επιπτώσεις.
Σάββας Καλεντερίδης: Δημοσιογράφος- Εκδότης
Η ΕΕ είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. Μια περιοχή που σχεδόν κάθε είκοσι χρόνια μετατρεπόταν σε θέατρο επιχειρήσεων και πολέμου, με όχι εκατοντάδες χιλιάδες αλλά εκατομμύρια νεκρούς, μέσα από τη διαδικασία οικονομικής συνεργασίας μεταξύ παραδοσιακών εχθρών –και αναφερόμαστε στη Γαλλία και τη Γερμανία, που ήταν αντίπαλοι στον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–, φθάσαμε στο σημείο εβδομήντα ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του τελευταίου πολέμου να μην έχει πέσει ούτε μια σφαίρα μεταξύ των χωρών που έχουν συναποτελέσει την Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα, στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τέλος την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δηλαδή, μπορεί όλο αυτό που προαναφέραμε να ξεκίνησε –και εν πολλοίς να παραμένει– ως ένα εγχείρημα κατά βάσιν οικονομικής συνεργασίας, στην ουσία όμως είναι ένα εγχείρημα εμπέδωσης της ειρήνης.
Φυσικά, ειδικά για τους μαρξιστές, τους κομμουνιστές και τους σοσιαλιστές, η ΕΕ είναι κυρίως ένας ενιαίος οικονομικός χώρος όπου επικρατούν οι αρχές του καπιταλισμού και όπου παρατηρείται η εκμετάλλευση των εργαζομένων από τις πολυεθνικές και από το κεφάλαιο.
Επίσης, υπάρχουν και εκείνοι που θεωρούν την ΕΕ ένα από τα αγκωνάρια της παγκοσμιοποίησης και της πορείας της ανθρωπότητας προς την παγκόσμια διακυβέρνηση. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, στην πορεία προς την οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης τα εθνικά κράτη, που λειτουργούν ως προστατευτικοί μηχανισμοί των εθνών, εκχωρώντας αρμοδιότητες και μέρος της κυριαρχίας τους στην ΕΕ θα αποδυναμωθούν, με αποτέλεσμα να μείνουν απροστάτευτα τα έθνη στους ανέμους της παγκοσμιοποίησης.
Ενώ ήδη διανύουμε τη 2η δεκαετία του 21ου αιώνα, το εγχείρημα της ΕΕ από τη μια πλευρά τείνει διευρυνόμενο και από την άλλη εμφανίζει διαλυτικές τάσεις.
Οι τάσεις διεύρυνσης σχετίζονται με το γεωπολιτικό βάρος και την ασφάλεια που προσδίδει στα μέλη της η ΕΕ, ενώ οι διαλυτικές τάσεις σχετίζονται κυρίως με την αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, η οποία ευνοεί τους οικονομικά δυνατούς και συνθλίβει τους αδύναμους – όπως για παράδειγμα η Ελλάδα.
Σε αυτό το εγχείρημα η Ελλάδα αποφάσισε να συμμετέχει από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, κάτι που κατέστη δυνατόν το 1981, όσον αφορά ένταξή της στην ΕΟΚ, ενώ το 2002 έγινε μέλος της Ευρωζώνης.
Και η ένταξη στην ΕΟΚ και η συμμετοχή στην Ευρωζώνη ήταν εθνικοί στρατηγικοί στόχοι για την Ελλάδα, και αποφασίστηκαν με γεωπολιτικά κριτήρια και όχι με κριτήρια οικονομικής ευημερίας!
Τώρα, 34 χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΟΚ και 13 χρόνια μετά τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα κινδυνεύει να υποστεί διπλή στρατηγικής σημασίας ήττα, αφού μια έξοδος από το ευρώ θα σήμαινε αποβολή της χώρας και από την ΕΕ.
Το πρόβλημα του εξωτερικού μας χρέους είναι όντως ένα τεράστιο ζήτημα, για το οποίο έχουν σοβαρότατες ευθύνες αυτοί που λέμε ελίτ της χώρας.
Όμως θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο αυτό το πρόβλημα να χρησιμοποιήθηκε από κύκλους των ΗΠΑ και του υπερεθνικού κεφαλαίου, για να λειτουργήσει η Ελλάδα ως δούρειος ίππος στην ΕΕ, την οποία Ουάσινγκτον δεν θέλει αυτόνομο και ισχυρό γεωπολιτικό παίκτη, σε μια περιοχή που καιροφυλακτεί αιωνίως η… ρωσική αρκούδα.
Άρα, η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί σε δυο επίπεδα την κρίση, την εξέλιξη της οποίας και η ίδια επηρέασε και στην ουσία επιδίωξε, με την εγκληματική αντιπολιτευτική τακτική που ακολούθησε από τότε που η χώρα μπήκε στην κλίνη του Προκρούστη, και εννοούμε την υπογραφή του μνημονίου, αλλά και τις πρόωρες εκλογές, που ευχόμεθα να μην έχουν την ίδια αρνητική σημασία για τον ελληνισμό με τις εκλογές του 1920, τις οποίες ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή.
Το ένα είναι το πολιτικοοικονομικό. Δηλαδή να πετύχει μια συμφωνία που δεν θα θέτει σε κίνδυνο την παρουσία της χώρας στην Ευρωζώνη και θα καθιστά βιώσιμο το εξωτερικό μας χρέος. Αυτό είναι δυνατόν, από τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχουν άλλες εφικτές καλύτερες λύσεις. Η Ελλάδα το 2014 είχε πάρει το δρόμο της ανάπτυξης, και αν σήμερα απολάμβανε τις ευεργετικές πρόνοιες του πακέτου Ντράγκι του 1,2 τρισ. ευρώ, θα μπορούσε να τονώσει ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη, κάτι που σε συνδυασμό με μια ρύθμιση, θα καθιστούσε το χρέος βιώσιμο. Αυτόν το δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε, με όποια διορθωτική πορεία.
Το άλλο είναι το γεωπολιτικό. Η Ελλάδα θα πρέπει να πετύχει την παραμονή της στην Ευρωζώνη, ενισχύοντας τους δεσμούς της με τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στη βοήθεια των ΗΠΑ, γιατί αυτή θα έχει, εκτός των άλλων, και αντιπαροχές στο Κυπριακό, το Αιγαίο, το Σκοπιανό, και ποιος ξέρει πού αλλού!
Επίσης, το «χαρτί» του γεωπολιτικού ανοίγματος σε Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και όπου δη, έχει κι αυτό τη βοηθητική του σημασία, όμως εκτός από πολιτική βούληση, που φαίνεται ότι έχει η κυβέρνηση, χρειάζεται γνώση και μέτρο, κάτι που δυστυχώς λείπει από την κυβέρνηση
Όσο για το τι θα σήμαινε μια έξοδος από το ευρώ, αυτό θα αποτελέσει το θέμα το επόμενου άρθρου μας.
Leave a comment