Τελικά υπάρχει λόγος ανησυχίας για το Τελ-Αβίβ; Τα νομικά ερείσματα των Παλαιστινίων
Το άρθρο καταγράφει τις ενέργειες μιας αδύναμης πολιτικής οντότητας, της Παλαιστίνης να αξιοποιήσει τους διεθνούς θεσμούς στην προσπάθεια διεκδίκησης ανεξάρτητης πολιτικής κυριαρχίας. Η Παλαιστίνη την 1η Απριλίου 2015 θα γίνει πλήρες μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Ο ερευνητής αποδεικνύει με αρκετά τεκμηριωμένο τρόπο ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν να βρουν στο ΔΠΔ τα απαραίτητα νομικά ερείσματα και να κινηθούν εναντίον του Ισραήλ με στόχο την καταδίκή του ακόμη και για εγκλήματα πολέμου. Φυσικά, ο στρατηγικός τους στόχος παραμένει μια ανεξάρτητη και ελεύθερη Παλαιστίνη.
Του Μάριου-Ανέστη Καϊτάζη, Κέντρο Ανατολικών Σπουδών Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο Mahmoud Abbas, πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, είχε κάνει σαφές – ήδη από τα τέλη Νοεμβρίου του 2014- πως αν δεν επιστρέψει το Ισραήλ στις διαπραγματευτικές συζητήσεις για την επίτευξη ειρήνης -επί τη βάσει της επιστροφής των συνόρων στην προ του 1967 θέση τους- θα συνέχιζε την προσπάθειά του για την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους στο Συμβούλιο Ασφαλείας και πως θα προσχωρούσε σε διεθνείς θεσμούς κι οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Σε αυτό το πλαίσιο η Παλαιστινιακή Αρχή διεκδίκησε και κατάφερε να κερδίσει καθεστώς επίσημου παρατηρητή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στις αρχές του επόμενου μήνα.
Όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών απέρριψε το παλαιστινιακό ψήφισμα, ο πρόεδρος Abbas στράφηκε εκ νέου στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, υπογράφοντας το Καταστατικό της Ρώμης στα τέλη Δεκεμβρίου 2014. Η πρόθεση του ήταν ξεκάθαρη.
«Θέλουμε να καταθέσουμε μια προσφυγή. Δεχόμαστε επίθεση. Τα εδάφη μας δέχονται επιθέσεις κάθε μέρα. Σε ποιον θα διαμαρτυρηθούμε; Το Συμβούλιο Ασφαλείας μας απογοήτευσε. Υπάρχει ένας διεθνής οργανισμός και θα διαμαρτυρηθούμε σε αυτόν.» δήλωσε ο ίδιος αναφερόμενος στην απόφαση του.
Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Ban Ki-moon, δήλωσε, πως η Παλαιστινιακή Αρχή θα γίνει πλήρες μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου την 1η Απριλίου του 2015.
Το προφανές ερώτημα, που εγείρεται είναι αν οι Παλαιστίνιοι έχουν το απαιτούμενο νομικό έρεισμα, για να προσφύγουν στο Δικαστήριο. Η απάντηση είναι απλή. Ναι.
Το Ισραήλ έχει μια πάγια πρακτική. Συγχέει εσκεμμένα το jus ad bello (δίκαιο προσφυγής σε πόλεμο) και το jus in bello (δίκαιο κατά τον πόλεμο). Σήμερα, η προσφυγή στη βία είναι απαγορευμένη από τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο το Ισραήλ προβάλλει επιχειρήματα βασισμένα στη λογική του δόγματος του «δίκαιου πολέμου». Η Hamas εξαπέλυσε το πρώτο πλήγμα και το Ισραήλ έχει νόμιμο δικαίωμα να αμυνθεί, για να προστατέψει τους πολίτες του. Συνέπεια της λογικής αυτής είναι η αναίρεση της ισότητας των εμπολέμων ενώπιον του δικαίου κι η εξάρτηση της εφαρμογής των διατάξεων του Δικαίου των Ενόπλων Συρράξεων από τη νομιμότητα ή μη της χρήσης βίας.
Το Ισραήλ όμως δεν αμύνεται, γιατί δε δέχεται επίθεση από άλλο κράτος. Είναι δύναμη κατοχής, που συναντά νόμιμη αντίσταση στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον έλεγχο. Οι επιχειρήσεις, που διεξάγει μπορεί να γίνονται υπό το πρόσχημα της αποκατάστασης της ασφάλειας των Ισραηλινών πολιτών, που ζουν εντός του βεληνεκούς των πυραύλων της Hamas αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπούν στην ενίσχυση του αποκλεισμού και της κατοχής στη Λωρίδα της Γάζας, που χρονολογείται πίσω στο 1967. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει, πως όλες οι πρακτικές της Hamas είναι σύμφωνες με το Δίκαιο των Ενόπλων Συρράξεων. Κάθε άλλο, αλλά εν προκειμένω το ζήτημα είναι αν το Ισραήλ έχει παραβιάσει το ισχύον δίκαιο κι όχι οι Παλαιστίνιοι.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ παραβίασαν συστηματικά την αρχή της διάκρισης, της αναλογικότητας, τις προφυλάξεις κατά την επίθεση και τους περιορισμούς ratione conditionis. Χαρακτήρισαν στρατιωτικούς μια σειρά από πολιτικούς στόχους, που υπό κανονικές συνθήκες απολαμβάνουν καθεστώς ασυλίας (πχ τεμένη, νοσοκομεία) με την κατηγορία της «αποτελεσματικής συμβολής στις εχθροπραξίες». Δε δίστασαν να εξαπολύσουν επιθέσεις εναντίον τους, ευαγγελιζόμενοι το στρατιωτικό πλεονέκτημα, που θα αποκόμιζαν από την καταστροφή αυτών των στόχων κι αγνοώντας επιδεικτικά τη σχετική διάταξη του Δικαίου των Ενόπλων Συρράξεων, που απαγορεύει τις επιθέσεις κατά πολιτικών στόχων σε περίπτωση αμφιβολίας για την αποτελεσματική συμβολή τους στις εχθροπραξίες, γιατί το Ισραήλ απλώς δεν είχε αμφιβολίες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο πρωταρχικός σκοπός των επιθέσεων ήταν η υπονόμευση του ηθικού και της ψυχολογίας του άμαχου πληθυσμού (λχ. ραδιοφωνικοί ή τηλεοπτικοί σταθμοί). Με την ίδια βεβαιότητα θεώρησαν, πως η συμμετοχή ενός υποκειμένου ή έστω ή σύνδεση του με τη Hamas είναι επαρκής προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί «τρομοκράτης» (αφού κι η ίδια η Hamas έχει χαρακτηριστεί «τρομοκρατική οργάνωση» και μόνο ως τέτοια αναγνωρίζεται από το Ισραήλ) κι άρα να γίνει έννομος στρατιωτικός στόχος. Αγνοήθηκε δηλαδή το γεγονός, πως παρ΄ όλο που η Hamas διατηρεί μια ένοπλη συνιστώσα, δεν παύει να αποτελεί μια πολιτική οντότητα. Με αποτέλεσμα ακόμα κι πολιτικοί ηγέτες της να θεωρηθούν τρομοκράτες, άρα στρατιωτικοί στόχοι κι όχι άμαχοι. Η περιουσία τους μάλιστα, που συνεχίζει να θεωρείται πολιτικός στόχος κατά την απουσία των ιδιοκτητών, ακόμα κι αν αυτοί οι ιδιοκτήτες δεν είναι άμαχοι, έγινε στόχος επιθέσεων ακριβώς τη στιγμή της απουσίας τους, προσθέτοντας στις παραβάσεις του Ισραήλ κι εκείνη της «συλλογικής τιμωρίας».
Επιπροσθέτως, παρά το γεγονός, ότι η Λωρίδα της Γάζας είναι από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές στον κόσμο, το Ισραήλ –αν κι ισχυρίζεται το αντίθετο – δεν προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Επειδή η Hamas χρησιμοποιεί την πρακτική των «ανθρώπινων ασπίδων», για να θωρακίσει στόχους από επιθέσεις, το Ισραήλ επέλεξε να επιτεθεί σε αυτούς τους στόχους, προκρίνοντας το στρατιωτικό πλεονέκτημα, που αποκόμισε από την προστασία των αμάχων κι επέρριψε την ευθύνη στη Hamas, που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, κάνοντας χρήση απαγορευμένων πρακτικών.
Την ίδια στιγμή, ενώ οι εμπόλεμοι είναι υποχρεωμένοι, να προειδοποιούν έγκαιρα κι αποτελεσματικά, πριν διεξάγουν επίθεση, η οποία ενδέχεται, να έχει επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό, το Ισραήλ περιορίστηκε σε «προειδοποιητικές» εκτοξεύσεις πυραύλων (“knock on the roof” missiles) και σε αποστολή μηνυμάτων δια του τηλεφώνου. Πρακτικές δηλαδή, που όχι μόνο -σε καμία περίπτωση- δε συνιστούν αποτελεσματική προειδοποίηση, αφού δεν υπολογίζουν το χρόνο, που απαιτεί η απομάκρυνση των αμάχων και πολύ περισσότερο αν αυτή είναι έστω εφικτή, αλλά έχουν πρωταρχικό τους σκοπό την πρόκληση φόβου και πανικού. Υπάρχουν κι αναφορές, που υποδεικνύουν, πως σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επετράπη στους αμάχους να αποχωρήσουν και να αναζητήσουν προστασία σε άλλες περιοχές.
Το Ισραήλ, όπως δεν αναγνωρίζει τη Hamas, δεν αναγνωρίζει και τα μέλη της ως «μαχητές της ελευθερίας» (guerilleros) και συνεχίζει να αρνείται να επικυρώσει το δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στις Συμβάσεις της Γενεύης του 1977, στερώντας τους το καθεστώς του αιχμαλώτου πολέμου σε περίπτωση σύλληψης ή παράδοσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σε ότι αφορά στην ανθρωπιστική βοήθεια το Ισραήλ –επίσης παρά τους ισχυρισμούς του περί του αντιθέτου – παρεμπόδισε τη δράση των ανθρωπιστικών οργανώσεων καθώς και την άμεση κι απρόσκοπτη, παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας.
Συνοψίζοντας, τα εγκλήματα πολέμου, που διέπραξαν οι Αμυντικές Δυνάμεις του Ισραήλ, συνθέτουν μια μακρά λίστα, που περιλαμβάνει εκτελέσεις, εκτεταμένη καταστροφή περιουσίας, που δεν δικαιολογείται από τη στρατιωτική αναγκαιότητα, επιθέσεις χωρίς την προηγούμενη λήψη προφυλάξεων για τους αμάχους, ηθελημένες επιθέσεις κατά αμάχων και πολιτικών στόχων, ηθελημένες επιθέσεις κατά υγειονομικών εγκαταστάσεων και προσωπικού, χρήση απαγορευμένων μέσων και πρακτικών πολέμου.
Μάλιστα, διεθνή fora, όπως το Russell Tribunal on Palestine κάνουν λόγω όχι μόνο για τέλεση εγκλημάτων πολέμου, αλλά κι εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, καταλογίζουν στο Ισραήλ τα εγκλήματα του φόνου, αφανισμού, διωγμού και το «έγκλημα των εγκλημάτων», δηλαδή γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων. Η εκτεταμένη και συστηματική επίθεση εναντίον αμάχων, η γνώση του ευρύτερου πλαισίου των επιθέσεων κι η ύπαρξη σχετικής κρατικής πολιτικής αποδεικνύουν την πρόθεση του Ισραήλ για την τέλεση αυτών των εγκλημάτων. Ενώ, για την –εν εξελίξει- γενοκτονία προβάλουν ως απόδειξη την ίδια την επιχείρηση “Protective Edge” σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της Γάζας και την πεισματική άρνηση της ανοικοδόμησής της.
Για χρόνια οι πολιτικές κι οι πρακτικές του Ισραήλ στόχευαν στη διασφάλιση της κυριαρχίας του επί των Παλαιστινίων κι όχι στην πραγματική τους εξολόθρευση. Όμως η κλιμάκωση της βίας εναντίον τους με την επιχείρηση του καλοκαιριού του 2014, είναι ενδεικτική της διαφορετικής στάσης, που έχει υιοθετήσει το Ισραήλ. Η ρατσιστική ρητορική ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, με χαρακτηριστικότερη φιγούρα τον Ayelet Shaked, Ισραηλινό νομοθέτη, που τον Ιούνιο του 2014 δήλωσε, πως «ο εχθρός είναι ολόκληρος ο παλαιστινιακός λαός» κι επιχειρηματολόγησε υπέρ της εξολόθρευσης των ηλικιωμένων και των γυναικών, των πόλεων και των χωριών, της περιούσιας και των υποδομών.
Ας μην ξεχνάμε, πως κατά τη διάρκεια μόνο αυτής της τελευταίας επιχείρησης σκοτώθηκαν 2,188 από τους οποίους οι 1,658 ήταν άμαχοι και τραυματίστηκαν άλλοι 11,231. Ήταν μια επίθεση ευρεία μιας και χρησιμοποιήθηκαν 700 τόνοι πυρομαχικών σε επιχειρήσεις διάρκειας 50 ημερών (δηλαδή περίπου δυο τόνοι πυρομαχικών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) και συστηματική, αφού είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή 18,000 κατοικιών, 8 νοσοκομείων, πρόκληση σοβαρών ζημιών σε άλλα 6 καθώς και σε εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και προμήθειας νερού.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο διαθέτει την αρμοδιότητα να εξετάσει κατηγορίες και να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος προσώπων για το έγκλημα της επίθεσης, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και το έγκλημα της γενοκτονίας. Εφόσον, η Παλαιστινιακή Αρχή γίνει πλήρες μέλος την 1η Απριλίου θα έχει και το δικαίωμα να κινήσει τις διαδικασίες μιας προσφυγής εις βάρος του Ισραήλ.
Το Ισραήλ το γνωρίζει αυτό. Γνωρίζει μάλιστα, πως δεν μπορεί να αποφύγει την προσφυγή με τη δικαιολογία ότι απέσυρε την υπογραφή του από το Καταστατικό της Ρώμης, άρα δεν είναι μέλος και δεν αποδέχεται τη δικαιοδοσία του.
Έκανε αλλεπάλληλες δηλώσεις με τις οποίες αμφισβητεί την εγκυρότητα της προσχώρησης της Παλαιστινιακής Αρχής στο ΔΠΔ, αφού η τελευταία δεν αποτελεί κράτος, άρα και την ικανότητά της να καταθέσει προσφυγή. Παρόμοια δήλωση έκαναν κι οι ΗΠΑ. Τελικά όμως, αυτό φαίνεται να έχει μικρή σημασία από τη στιγμή, που ανακοινώθηκε κι επίσημα ημερομηνία προσχώρησης δια στόματος Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.
Το Ισραήλ γνωρίζει επίσης, πως η τελευταία του ελπίδα είναι η πίεση, που μπορεί να ασκήσει –από κοινού με τις ΗΠΑ- στους Παλαιστίνιους. Μπορεί οι κυβερνήσεις Obama-Netanyahu να έχουν έρθει σε ρήξη, αλλά ΗΠΑ κι Ισραήλ παραμένουν «άρρηκτα συνδεδεμένες» στην αντίθεση τους προς ένα παλαιστινιακό κράτος, όπως δήλωσε κι ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος Jimmy Carter.
Το Wiesenthal Center προέτρεψε τη Γερουσία των ΗΠΑ, να αναθεωρήσει τη χρηματοδότηση της Παλαιστινιακής Αρχής, αφού η τελευταία επέλεξε να κινηθεί εναντίον του Ισραήλ μέσω του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Λίγες μέρες αργότερα, ο γερουσιαστής Rand Paul κατέθεσε σχετικό νομοσχέδιο. Το ίδιο το Ισραήλ, ως αντίποινα, πάγωσε φορολογικά έσοδα ύψους 127 εκατομμυρίων δολαρίων, που ανήκουν στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Παράλληλα, το Ισραήλ προειδοποιεί σε κάθε τόνο τους Παλαιστίνιους, πως κι οι ίδιοι μπορούν να γίνουν αντικείμενο έρευνας από το ΔΠΔ για εγκλήματα πολέμου και πως κι οι δικοί τους ηγέτες μπορούν να κατηγορηθούν για την τέλεσή τους.
Τέλος, Ισραήλ κι ΗΠΑ εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον του ίδιου του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την απόφαση του να αποδεχθεί την ένταξη της Παλαιστινιακής Αρχής. Το State Department έκανε λόγο για την «τραγική ειρωνεία» του να κατηγορείται το Ισραήλ, όταν έχει δεχθεί τόσες επιθέσεις πυραύλων από τη Hamas. Ενώ ο πρωθυπουργός Netanyahu συνέκρινε την απόφαση του Δικαστηρίου με την υπόθεση Dreyfus. Χαρακτηριστικά δήλωσε πως: «Αυτό είναι ένα λαϊκό δικαστήριο, που ενεργεί σύμφωνα με την κοινή γνώμη, σύμφωνα με τη θέση του Ισραήλ στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με μια πολιτική απόφαση από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών… Είναι ένα λαϊκό δικαστήριο που μου θυμίζει την υπόθεση Dreyfus.»
Συμπερασματικά, λοιπόν η Παλαιστινιακή Αρχή διαθέτει νομικό έρεισμα, για να κινηθεί εναντίον του Ισραήλ. Μένει, να δούμε, αν διαθέτει και την πολιτική βούληση γι’ αυτό.
Center for Geopolitical Analyses
Leave a comment