Γράμμα από την Παλαιστίνη
To άρθρο αποτυπώνει τη δυσμενή κατάσταση που έχουν περιέλθει οι Παλαιστίνιοι όλα αυτά τα χρόνια, αδικημένοι από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και συγκεκριμένα τη Μ. Βρετανία, η οποία προήγαγε την αυτοδιάθεση των εβραϊκού λαού εις βάρος του παλαιστινιακού. Ένα διεθνές πρόβλημα που αποκρυσταλλώνει στις επιμέρους συνιστώσες του την αέναη διαπάλη ισχύος-δικαίου. Οι Έλληνες της Κύπρου ξέρουν από πρώτο χέρι τις συνέπειες του να είσαι αδύνατος και να υπόκεισαι τις συνέπειες της αδυναμίας σου...
του Raja Khalidi
Είναι δύσκολο να πούμε ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν κάποια ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορική φήμη της Ευρώπης, από το πρώτο κύμα των Ευρωπαίων εισβολέων που έφθασε στις παλαιστινιακές ακτές εννιακόσια χρόνια πριν, στη σταδιακή διείσδυση των ευρωπαϊκών χριστιανικών ιεραποστολών στην Οθωμανική περίοδο. Στη συνέχεια ήρθε η σειρά των Ευρωπαίων που ενεπλάκησαν στις παλαιστινιακές υποθέσεις, αποίκισαν Παλαιστινίους Άραβες ή τάχθηκαν υπέρ του εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Πριν από 100 χρόνια, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία κατέστρεψαν το όνειρο ενός αραβικού κράτους και η βρετανική κυβέρνηση αναγνώρισε το δικαίωμα του εβραϊκού λαού για εθνική αυτοδιάθεση. Το 1948, η Βρετανία άφησε τους Παλαιστίνιους Άραβες στην άθλια μοίρα τους.
Στην κοινή τους ιστορία με την Ευρώπη, οι Παλαιστίνιοι ίσως θυμούνται πάρα πολλές ημερομηνίες και ονόματα για δικό τους καλό, καθώς αυτά έχουν απήχηση ακόμη και σήμερα, στο πλαίσιο των συγκρούσεων του 21ου αιώνα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι Παλαιστίνιοι μπορούν να αγνοήσουν τα λίγα φωτεινά σημεία στην μετάποικιακή εποχή της Ευρώπης στην περιοχή. Μία από αυτές τις υποσχόμενες στιγμές ήταν τον Ιούνιο του 1980, όταν οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων υιοθέτησαν ένα document που λίγοι άνθρωποι σήμερα πέρα από τους τότε διπλωμάτες και ιστορικούς της διαδικασίας ειρήνευσης μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστίνης, μπορεί να θυμούνται. Η Διακήρυξη της Βενετίας αναγνώρισε για πρώτη φορά “τα νόμιμα δικαιώματα των Παλαιστινίων”, “την πλήρη άσκηση του δικαιώματός των στην αυτοδιάθεση” και τον αντιπροσωπευτικό ρόλο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Υπό την ηγεσία της προγενέστερης (και πιο τολμηρής) γενιάς των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών όπως ο πρώην Αυστριακός καγκελάριος Bruno Kreisky και ο Γερμανός ομόλογός του Willy Brandt, η Ευρώπη έσπασε τα δεσμά με τις ΗΠΑ. Η Ευρώπη ακολούθησε μια ξεχωριστή γραμμή όχι μόνο αναφορικά με τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, αλλά επίσης και για βασικά ζητήματα όπως το απαράδεκτο της προσάρτησης της Ιερουσαλήμ και την απαίτηση της αποχώρησης των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα εδάφη -για να μην αναφέρουμε το παράνομο των ισραηλινών οικισμών.
Σήμερα, αυτές οι ξεκάθαρες θέσεις ισοδυναμούν σε κάτι περισσότερο από ένα standard σενάριο για τους Ευρωπαίους διπλωμάτες στην περιοχή. Η ελπίδα ότι η διακήρυξη θα δώσει έναν ηγετικό ρόλο για την Ευρώπη στην επίτευξη μια δίκαιης ειρήνης και δικαιωμάτων για τους Παλαιστίνιους, διαψεύστηκε από την αμερικανική κυριαρχία στην περιοχή, η οποία συνεχίζει να επισκιάζει τις καλές ευρωπαϊκές προθέσεις και την ισορροπημένη πολιτική ικανότητα. Ακόμη χειρότερα, η προσέγγιση της ΕΕ στην Παλαιστίνη έχει γίνει ανεδαφική.
Οι ευρωπαϊκές σχέσεις με άλλες χώρες στην περιοχή μπορεί να κυριαρχούνται από την μετανάστευση, την τρομοκρατία και το πετρέλαιο, αλλά στην περίπτωση της Παλαιστίνης και του Ισραήλ, οι σχέσεις αφορούσαν πρωτίστως την δικαιοσύνη (για τους Παλαιστίνιους), την ασφάλεια (για τους Ισραηλινούς) και την ειρήνη (και για τους δύο). Πρόκειται για μια εξίσωση που οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι μπορούν να αποδεχθούν ως το λιγότερο που χρωστάει η Ευρώπη στους Παλαιστίνιους για να επανορθώσει για την αποικιακή κληρονομιά της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, όλοι οι παρατηρητές κατανοούν ότι η οικονομική συνεργασία, η βοήθεια, το εμπόριο και οι επενδύσεις, θα προκύψουν από την επίτευξη αυτών των τριών βασικών στόχων. Λίγοι στα αλήθεια, αναμένουν ότι οι Βρυξέλλες θα προχωρήσουν περαιτέρω αψηφώντας την Ουάσιγκτον και το ευρωπαϊκό δεύτερο βιολί στις ΗΠΑ για την Παλαιστίνη, είναι μια φυσιολογική ηχώ του δευτερεύοντα ρόλου της Ευρώπης στην περιοχή ως σύνολο.
Η ΕΕ έχει αποζημιώσει για την έλλειψη πολιτικού βάρους της, με το να εντείνει τον ρόλο της στην οικονομική βοήθεια και την στήριξη ασφάλειας για την Παλαιστινιακή Αρχή και τις προσπάθειες να φέρει την Παλαιστίνη σε μια τάξη, στην τροχιά των συμφωνιών σύνδεσης με την ΕΕ. Ωστόσο, αυτός ο ρόλος φαίνεται λιγότερο αξιόπιστος, βιώσιμος ή απαραίτητος σήμερα από ό,τι στην έναρξη της διαδικασίας του Όσλο στη δεκαετία του ’90 ή κατά τη διάρκεια ορισμένων εκ των χειρότερων παλαιστινιακών ανθρωπιστικών κρίσεων τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κόπωση της βοήθειας είναι μία αμφίδρομη διαδικασία. Όπως οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι αναρωτιούνται πόσο αποτελεσματική είναι η συμβολή τους στην επίτευξη δικαιοσύνης, ασφάλειας και ειρήνης, έτσι και οι Παλαιστίνιοι αναρωτιούνται εάν η βοήθεια και η οικονομική ειρήνη δεν είναι απλώς υποκατάστατα για τα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη. Τα βοηθητικά διπλωματική ή διοικητικά μέτρα σε περιφερειακά θέματα όπως η επισήμανση των αγαθών που παράγονται σε ισραηλινούς οικισμούς, ισούνται με πολύ μικρή πρόοδο από τη στιγμή που η ΕΕ άρχισε να ασχολείται με το ζήτημα του παλαιστινιακού εμπορίου στη δεκαετία του ‘1980.
Πάρτε την Ιερουσαλήμ, για παράδειγμα. Ελλείψει οποιασδήποτε παρουσίας της Παλαιστινιακής Αρχής ή χρηματοδότησης, τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά projects όλο και περισσότερο καλύπτουν το κενό στην παροχή υπηρεσιών και σχεδιασμού για τους 300.000 Παλαιστίνιους που είναι σε θέση να αντέξουν την ισραηλινή κατάληψη της αραβικής πόλης. Αλλά η μη συντονισμένη φύση αυτών των προγραμμάτων βοήθειας, οι διαφορετικές προτεραιότητες των χορηγών και η απουσία οποιασδήποτε παλαιστινιακής ιδιοκτησίας ή υπηρεσίας, σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι κάνουν οτιδήποτε θεωρούν αυτοί πως είναι καλύτερο για τους Παλαιστίνιους. Αυτό ενισχύει το status quo του ισραηλινού ελέγχου και της παλαιστινιακής επιβίωσης, για να μην αναφέρουμε τα λυπηρά αλλά όχι τόσο μακρινά στερεότυπα των Ευρωπαίων ως ξένοι που εμπλέκονται ή ως καλοπροαίρετοι φίλοι των Αράβων.
Οι Παλαιστίνιοι αναρωτιούνται επίσης γιατί η Ευρώπη έχει προχωρήσει τόσο λίγο και τόσο αργά σχετικά με τους ισραηλινούς οικισμούς, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το εμπόριο με παράνομες επιχειρήσεις και τις επενδύσεις σε παράνομες οικονομίες, τις οποίες ενσωματώνουν αυτοί οι οικισμοί. Γιατί επιτρέπεται στις ευρωπαϊκές εταιρείες να πουλάνε αγαθά που παράγονται σε παράνομες ισραηλινές αποικίες, αγαθά που τώρα είναι πλέον καλά “σημαδεμένα” με βάση τα πρότυπα της ΕΕ για τις σημάνσεις; Σύμφωνα με ποια διάταξη των ευρωπαϊκών αρχών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εμπορική αρχή του ΠΟΕ, δεν μεταχειρίζονται αυτές οι επιχειρήσεις ως παράνομες, με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει για τα παγκόσμια τρομοκρατικά δίκτυα και τα δίκτυα ξεπλύματος χρήματος;
Εκτός από το αιώνιο πρόβλημα των διπλών standards του διεθνούς δικαίου όταν πρόκειται για την Παλαιστίνη σε σχέση με άλλες υποθέσεις, η παρατεταμένη ανησυχία στο πώς οι Παλαιστίνιοι βλέπουν τους Ευρωπαίους γείτονές τους, είναι απλή. Οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί οι άνθρωποι της Ευρώπης, τα κοινοβούλια, και τα ΜΜΕ έχουν προχωρήσει τόσο πολύ στην κατανόηση και υποστήριξη των Παλαιστινίων από το 1980, όταν η Παλαιστίνη σήμαινε κάτι περισσότερο από τρομοκρατία για τους περισσότερους ανθρώπους, ενώ οι επίσημες θέσεις μετά βίας έχουν μετακινηθεί. Τι αποτρέπει, ρωτούν οι Παλαιστίνιοι, τις μεγάλες αλλαγές στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη από το να αντικατοπτρίζονται στις επίσημες ενέργειες;
Ίσως, τελικά, τα κράτη της ΕΕ είναι τόσο υπόχρεα στην δύναμη των ΗΠΑ και στην ισραηλινή επιρροή σε αυτή την περιοχή, που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πιστεύουν ότι μπορούν να αντέξουν το να αγνοήσουν τις δικές τους αξίες και στόχους αναφορικά με την Παλαιστίνη. Πραγματικά, μια θλιβερή κατάσταση;
Πηγή: Capital.gr
Leave a comment