Από το «Τσανταρλί» στο « Γιαβούζ»- Το εκκρεμές των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Δρ. Νίκος Παναγιωτίδης: Επικεφαλής ΓΕΩΠΑΜΕ
Tο εκκρεμές των ελληνοτουρκικών σχέσεων κάνει μέσα στον ιστορικό χρόνο ταλαντώσεις μεταξύ αστάθειας και επαπειλούμενης κρίσης από τη μια και μιας κατά τα φαινόμενα προσπάθειας ομαλοποίησης της κατάστασης μέσω διαλόγου από την άλλη. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας όσο και στο Κυπριακό Πρόβλημα εν γένει. Ωστόσο τα προβλήματα συσσωρεύονται, το συγκρουσιακό δυναμικό αυξάνεται με κίνδυνο την δημιουργία μιας μεγαλύτερης κρίσης που θα σύρει την περιοχή σε παρατεταμένη στρατηγική αστάθεια. Η παρούσα κρίση με την εισβολή των πλοίων-γεωτρύπανων, Φατιχ και Γιαβούζ, στην Κυπριακή ΑΟΖ μας υπενθυμίζει αυτή την πολιτική πραγματικότητα.
Η πρώτη αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από την Άγκυρα σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1973 με την απόφαση της Άγκυρας να εκχωρήσει στην κρατική εταιρεία πετρελαίου (ΤPAO) 27 άδειες για εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε υποθαλάσσιες περιοχές δυτικά νησιών του Αιγαίου εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.Παράλληλα δημοσίευε χάρτες που διχοτομούσαν το Αιγαίο στα δύο.
Η κρίση του «Τσνταρλί» και η τουρκική εισβολή
Το Μάιο του 1974 η Τουρκία αποστέλλει σε ελληνική υφαλοκρηπίδα το ερευνητικό σκάφος «Τσανταρλί», ενώ στις 18 Ιουλίου παραχωρεί νέες άδειες έρευνας σε περιοχές δυτικά των Δωδεκανήσων. Η κρίση δυστυχώς εκτονώθηκε με μια άλλη μεγαλύτερη κρίση με οδυνηρές συνέπειες για τον ελληνισμό. Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 κατέδειξε πως η Άγκυρα ήταν πρόθυμη να χρησιμοποιήσει βια για να διασφαλίσει συγκεκριμένα γεωστρατηγικά συμφέροντα.
Μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επιχειρεί να συζητήσει με την Τουρκιά σε μια προσπάθεια να θέσει τις διμερείς σχέσεις σε τροχία εξομάλυνσης και τα διμερή ζητήματα σε τροχιά επίλυσης. Η Τουρκία λοιπόν αποδέχεται την υπογραφή συνυποσχετικού με την Ελλαδα βάσει του οποίου οι διμερείς διαφορες- με προτεραιότητα το θέμα της υφαλοκρηπίδας -θα παραπέμπονταν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παρά την συνάντηση Μπίτσιου –Τσακλαγιαγκίλ τον Μαϊο του 1975 στις Βρυξέλλες και τη συμφωνία να οριστικοποιηθεί το συνυποσχετικό η Τουρκία υποχώρησε αθετώντας τα συμφωνηθέντα.
Η κρίση του «Χόρα»
Ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει η επόμενη κρίση:Τον Ιανουαρίο του 1976 η Ελλάδα αρχίζει έρευνες στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Θάσου και Καβάλας, όπου εκτιμάται ότι υπάρχουν μεγάλες ποσότητες πετρελαίου. Τον Αύγουστο του ιδίου έτους ξεσπά μια νέα ελληνοτουρκική κρίση όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Χόρα» παραβιάζει την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Οι δυο στόλοι, ελληνικός και τουρκικός, βρίσκονται αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ενος ελληνοτουρκικού πολέμου να είναι ορατό.
Ηταν τότε που ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου είπε το ιστορικό «Βυθίσατε τα Χόρα». Η δήλωση του όπως αποδείχθηκε αργότερα εντάσσετο στο πλαίσιο μιας πανεθνικής υψηλής στρατηγικής και τύγχανε της αποδοχής του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μπροστά στην ελληνική αποφασιστικότητα το Χόρα επέστρεψε στη Σμύρνη και η κρίση εκτονώθηκε.
Προσφυγή σε ΟΗΕ και Διεθνές Δικαστήριο
Μετά από αυτή την εξέλιξη η Ελλάδα αποφάσισε να προσφύγει μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τον Αύγουστο του 1976. Το τελευταίο ωστόσο απέφυγε να καταδικάσει τις τουρκικές προκλήσεις, ενώ παράλληλα αρνήθηκε να εξετάσει την υποχρέωση των δυο χωρών να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο. Συνιστούσε μείωση της έντασης και επανάληψη των διαπραγματεύσεων.
Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο δεν είχε καλύτερη μοίρα καθώς αυτό απέφυγε να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης. Την ίδια ώρα απέρριψε την ελληνική αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων τα οποία αν γίνονταν αποδεκτά θα κατέληγαν σε υπόδειξη για τερματισμό των ερευνητικών δραστηριοτήτων και της στρατικοποίησης της όλης κατάστασης.
Η ελληνοτουρκική κρίση του 1987
Τον Μάρτιο του 1987 το Χόρα που ονομάζεται πλέον Σισμίκ πλεει στο Αιγαίο με στόχο να διεξάγει έρευνες για πετρέλαιο σε περιοχές νότια της Θάσου σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Τότε η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζοντας ευέλικτη αποτρεπτική στρατηγική εναντίον της Τουρκίας πιστώθηκε μια διπλωματική νίκη. H αντίδραση της Αθήνας υπό τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου ήταν δυναμική. Αγνοώντας τις υπερατλαντικές πιέσεις έστελλε στην άλλην πλευρά το ισχυρό μήνυμα ότι αν παραβιάζονταν η ελληνική υφαλοκρηπίδα οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις θα χτυπούσαν το Σισμίκ.
Σε ένα άλλο επίπεδο, σε μια προσπάθεια σύμπηξης ενός αντιτουρκικού συνασπισμού, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας μετέβη στη Βουλγαρία (τότε μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας), μια χώρα που αντιμετώπιζε και αυτή προβλήματα με την Τουρκία. Με τις ενέργειές της η ελληνική κυβέρνηση έθεσε απαγορευτικό κόστος στην Τουρκία, η οποία –εκτιμώντας ότι το επιδιωκόμενο όφελος ήταν λιγότερο του τιμήματος που θα κατέβαλλε τελικά– αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Ακολούθησε και μετά από αυτή την κρίση μια προσπάθεια εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων μεταξύ Παπανδρέου-Οζαλ στο Νταβός το 1988 χωρίς όμως απτά αποτελέσματα.
Η κρίση των Ιμίων
Το 1996 το εκκρεμές των ελληνοτουρκικών σχέσεων κινέιται ξανά προς την αστάθεια. Τότε ξεσπά η κρίση των Ιμίων, όπου επιβάλλεται η λογική των « γκρίζων ζωνων» και το «no man’s land.” Ακολουθει το 1999 η λεγόμενη διπλωματία των σεισμών, των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Τζεμ, ενώ η Ελλάδα μετατρέπεται σε διαπρύσιο κήρυκα της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Παράταυτα η Τουρκία δεν εξευμενίζεται με αποτέλεσμα να φτάνουμε εκ νέου στην τωρινή κρίση, η οποία ορθά έχει χαρακτηριστεί ως δεύτερη εισβολή. Όπως παρατηρούμε το εκκρεμές συνεχίζει αδιαλείπτως τις ταλαντώσεις του. Το ζητούμενο όμως είναι το εκκρεμές να σταθεροποιηθεί στο κέντρο βάρος του επιφέροντας σταθεροποίηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σε διαφορετική περίπτωση η υπερδράση του μπορεί να το θέσει εκτός λειτουργίας με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Leave a comment